άγναντος

άγναντος
η , ο см. αγναντερός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "άγναντος" в других словарях:

  • άγναντος — η, ο, [αγνάντια] ορατός από παντού, περίοπτος …   Dictionary of Greek

  • αγνάντια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 411 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων. * * * και αγνάντι επίρρ. απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > *ταϊνάντια > *ταjνάντια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»